- σύλαρδος
- ος, ο[ν] со свиным салом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύλαρδος — ον, Μ αυτός που έχει στη σύσταση του λαρδί, χοιρινό λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λαρδίον] … Dictionary of Greek